αρχιχρονιά

αρχιχρονιά
η
η πρωτοχρονιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχιχρονιά — η η πρώτη Ιανουαρίου, η πρωτοχρονιά: Με την αρχιχρονιά λογαριάζω ν αλλάξω δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοχρονιά — η, Ν 1. η πρώτη μέρα τού έτους, δηλαδή η 1η Ιανουαρίου, αρχιχρονιά, μία από τις παλαιότερες και πιο διαδεδομένες σε παγκόσμια κλίμακα γιορτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χρόνος + κατάλ. ιά (πρβλ. πρωτο μαγιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”